Σιδηροπενική αναιμία σε δρομείς μεγάλων αποστάσεων
Ιωάννης Μπίρης 15:54 04-01-2021
Καλή χρονιά!
Πολλοί από εμάς ξεκινάμε τη νέα χρονιά θέτοντας νέους στόχους για την υγεία μας, όπως η εκκίνηση ενός προγράμματος άθλησης. Το τρέξιμο είναι ένα ιδιαίτερα δημοφιλές και μαζικό άθλημα, τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας. Όμως η δημοτικότητα του τρεξίματος δε σημαίνει ότι δεν κυκλοφορούν και μύθοι γύρω από αυτό. Σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσουμε τι ισχύει επιστημονικά, παραθέτουμε ένα κείμενο με θέμα το τρέξιμο και την σιδηροπενική αναιμία.
Σιδηροπενική αναιμία σε δρομείς μεγάλων αποστάσεων
Ένας ύπουλος εχθρός, κυρίως για τους δρομείς μεγάλων αποστάσεων είναι η σιδηροπενική αναιμία. Η αναιμία είναι μια παθολογική κατάσταση όπου το σύστημα μεταφοράς του οξυγόνου στο αίμα δεν επαρκεί. Υπεύθυνη για την μεταφορά του οξυγόνου από τους πνεύμονες στους ιστούς είναι κυρίως η αιμοσφαιρίνη, μια πρωτεΐνη που υπάρχει στα ερυθρά αιμοσφαίρια και αποτελείται από τέσσερις πρωτεϊνικές αλυσίδες.
Στο κέντρο του μορίου της αιμοσφαιρίνης υπάρχει ένα άτομο σιδήρου (Fe) που είναι υπεύθυνο για τη μεταφορά του οξυγόνου στους ιστούς. Αντίστοιχη με την αιμοσφαιρίνη στους μύες είναι η μυοσφαιρίνη. Αναιμία λοιπόν έχουμε όταν, για διάφορους λόγους, δεν υπάρχει επαρκής αιμοσφαιρίνη. Όταν αυτή η ανεπάρκεια της αιμοσφαιρίνης οφείλεται σε έλλειμμα σιδήρου τότε έχουμε σιδηροπενική αναιμία που είναι και η πιο συνηθισμένη μορφή αναιμίας. Οι αιτίες που είναι υπεύθυνες για την εμφάνισή της είναι η μειωμένη πρόσληψη ή η αυξημένη απώλεια σιδήρου. Ανεπαρκής πρόσληψη υπάρχει σε περιπτώσεις κακής θρέψης, αποκλειστικής φυτοφαγίας ή και ασιτίας καθώς και σε σύνδρομα δυσαπορρόφησης ή μετά γαστρεκτομή. Επίσης σιδηροπενία εμφανίζεται όταν υπάρχουν αυξημένες ανάγκες, όπως στις γυναίκες και στους εφήβους ή επίσης αυξημένες απώλειες (αιμορραγίες).
Για να κατανοήσουμε καλύτερα το σύστημα μεταφοράς του οξυγόνου θα πρέπει να περιγράψουμε τον κύκλο του σιδήρου. Ο σίδηρος προσλαμβάνεται στον οργανισμό από τις τροφές, όπου υπάρχει με την τρισθενή μορφή του (Fe+++). Στο στομάχι οι τροφές, κυρίως με τη δράση του γαστρικού υγρού που περιέχει υδροχλωρικό οξύ (HCl), διασπώνται και oσίδηρος μετατρέπεται σε δισθενή (Fe++). Με αυτή τη μορφή του απορροφάται και περνάει στο αίμα. Εκεί, όχημα μεταφοράς του σιδήρου είναι η αποτρανσφερίνη. Αυτή είναι η σημαντικότερη σιδηροδεσμεύουσα πρωτεΐνη του οργανισμού και κάθε μόριό της μπορεί να μεταφέρει δύο μόρια δισθενούς σιδήρου. Όταν συνδεθεί μετατρέπεται σε τρανφερίνη. Ουσιαστικά η τρανσφερίνη εκφράζει την ολική σιδηροδεσμευτική ικανότητα του οργανισμού (Total Iron Binding Capacity, T.I.B.C.). Η συγκέντρωσή της αυξάνεται όταν εξαντλούνται τα αποθέματα σιδήρου και μειώνεται σε καταστάσεις περίσσειας σιδήρου. Δηλαδή η τρανφερίνη είναι σαν τα καρότσια του super-market. Όταν δεν υπάρχουν πολλοί πελάτες (Fe++) υπάρχουν πολλά ελεύθερα καρότσια (αποτρανσφερίνη) και το αντίθετο, όταν υπάρχουν πολλοί πελάτες υπάρχουν λίγα ελεύθερα καρότσια. Με την τρανσφερίνη ο σίδηρος μεταφέρεται είτε στο μυελό των οστών για την παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων είτε, με τη συστηματική κυκλοφορία, στους ιστούς για τις ανάγκες των κυττάρων. Βέβαια, επειδή ο σίδηρος είναι πολύτιμος, ότι περισσεύει θα πρέπει να αποθηκευτεί για μελλοντική χρήση. Αποθηκευτικός χώρος του σιδήρου είναι κυρίως το συκώτι όπου ο σίδηρος δεσμεύεται από μία πρωτεΐνη, που σε μικρά ποσοστά κυκλοφορεί και στο περιφερικό αίμα, τη φερριτίνη. Τα 2/3 περίπου του αποθηκευμένου σιδήρου είναι συνδεδεμένα με τη φερριτίνη, ενώ το υπόλοιπο 1/3 με την αιμοσιδηρίνη. Η αιμοσιδηρίνη είναι τροποποιημένη, αδιάλυτη φερριτίνη που βρίσκεται κυρίως στο ήπαρ και στον μυελό των οστών. Η συγκέντρωση σιδήρου στην αιμοσιδηρίνη είναι υψηλότερη από ότι στη φερριτίνη, αλλά η απελευθέρωσή του από την αιμοσιδηρίνη είναι πολύ πιο αργή από ότι από τη φερριτίνη. Ελάχιστες ποσότητες φερριτίνης βρίσκονται στον ορό σε συγκεντρώσεις ανάλογες με τα ολικά αποθέματα σιδήρου του οργανισμού. Σε φυσιολογικές καταστάσεις, η μέτρηση της συγκέντρωσης της φερριτίνης στον ορό του αίματος είναι ο πλέον αξιόπιστος δείκτης της επάρκειας των αποθηκών του σιδήρου (φ.τ.: 40ng/dl μέχρι 200ng/dl).
Βέβαια εκτός από τις αποθήκες της φερριτίνης, ο σίδηρος υπάρχει, για τις άμεσες ανάγκες, και στη δεξαμενή του πλάσματος. Επειδή οι ανάγκες του οργανισμού για σίδηρο αλλάζουν πολλές φορές στη διάρκεια της ημέρας, ο σίδηρος ανακυκλώνεται πολύ γρήγορα και φυσικά τα επίπεδά του στο πλάσμα διαρκώς αλλάζουν. Η μέτρηση της συγκέντρωσης του σιδήρου στον ορό αντανακλά και την είσοδο ή έξοδό του από αυτή τη δεξαμενή του πλάσματος. Δηλαδή μόνη η μέτρηση των επιπέδων του σιδήρου στον ορό δεν είναι ασφαλής μέθοδος υπολογισμού της επάρκειας του σιδήρου επειδή τη στιγμή της εξέτασης ο σίδηρος που κυκλοφορεί εξαρτάται από την είσοδο ή την έξοδό του από τη δεξαμενή του πλάσματος. Η συγκέντρωση του σιδήρου στον ορό του αίματος κυμαίνεται φυσιολογικά από 60μg/dl μέχρι 150μg/dl. Θεωρητικά καλύτερη μέθοδος για τον προσδιορισμό του σιδήρου είναι η λήψη μυελού των οστών αλλά αυτό βέβαια δεν είναι πρακτικό και δεν εφαρμόζεται στην καθημερινή πράξη.
Στη σιδηροπενική αναιμία, δηλαδή στην αναιμία που οφείλεται σε έλλειψη σιδήρου, φυσικά και η φερριτίνη είναι μειωμένη. Υπάρχουν όμως δύο καταστάσεις όπου η χαμηλή φερριτίνη δεν συνοδεύεται από σιδηροπενία. Αυτές είναι ο υποθυρεοειδισμός και η ανεπάρκεια της βιταμίνης C. Υψηλές τιμές φερριτίνης συνοδεύουν φλεγμονώδεις παθήσεις καθώς και σοβαρές ηπατικές ή και κακοήθεις παθήσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις βέβαια η τυχόν υπάρχουσα σιδηροπενία μπορεί να συνοδεύεται από φυσιολογική τιμή φερριτίνης.
Κύριος δείκτης της αναιμίας είναι φυσικά ο αιματοκρίτης, δηλαδή η εκατοστιαία αναλογία των εμμόρφων στοιχείων του αίματος προς τον όγκο πλάσματος καθώς και η συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης στο αίμα. Οι φυσιολογικές τιμές του αιματοκρίτη (Hct) είναι 36% μέχρι 46% για τις γυναίκες και 38% μέχρι 48% για τους άνδρες. Η φυσιολογική συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης στο αίμα, κατά μέσο όρο, για τις γυναίκες κυμαίνεται από 12mg/dl μέχρι 16mg/dl, ενώ για τους άνδρες τα φυσιολογικά επίπεδα είναι από 14mg/dl μέχρι 18mg/dl. Κάθε τιμή αιματοκρίτη και αιμοσφαιρίνης χαμηλότερη από αυτά τα φυσιολογικά όρια υποδηλώνει αναιμία. Αν και η τρανσφερίνη είναι όπως είδαμε το όχημα της μεταφοράς του σιδήρου από το στομάχι στο αίμα, η μέτρηση των επιπέδων της στον ορό δεν είναι ασφαλής δείκτης της επάρκειας του σιδήρου. Οι φυσιολογικές τιμές της τρανσφερίνης είναι 300-360mg/dl.
Επειδή το σύστημα μεταφοράς και κυρίως λειτουργίας του αίματος είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο εδώ έγινε μόνο μια προσπάθεια αδρής περιγραφής των αξιόπιστων
δεικτών της σιδηροπενικής αναιμίας. Επειδή αυτή είναι συχνή στους δρομείς θα αναφέρω εδώ τα συμπτώματα που θα μας βοηθήσουν να την υποπτευθούμε:
•Λαχάνιασμα μετά από λίγη άσκηση
•Ταχυκαρδία
•Αίσθημα κόπωσης
•Αίσθημα παλμών στο στήθος
•Ωχρότητα
•Κοιλονυχία (νύχια που μοιάζουν με κουτάλια)
•Εμβοές στα αυτιά
•Αδυναμία προσοχής και συγκέντρωσης
•Τριχόπτωση
Αρκετά χρήσιμες όμως είναι και οι οδηγίες για μια ασφαλή αντιμετώπιση της αναιμίας από τους αθλούμενους δρομείς και περιπατητές. Κύριο μέσο βελτίωσης της αναιμίας είναι η διατροφή. Καλές πηγές σιδήρου θεωρούνται:
•Κρέας (κυρίως κόκκινο νωπό κρέας)
•Όσπρια
•Πράσινα λαχανικά
•Δημητριακά και εμπλουτισμένο ψωμί
•Αποξηραμένα φρούτα
Μεγάλη βοήθεια στην απορρόφηση του σιδήρου δίνει η βιταμίνη C γιατί μετατρέπει τον τρισθενή σίδηρο (Fe+++) σε δισθενή (Fe++). Έτσι τροφές που περιέχουν βιταμίνη C κατά τη διάρκεια γευμάτων τροφών πλούσιων σε σίδηρο βοηθούν στην απορρόφηση του σιδήρου. Καλές πηγές βιταμίνης C είναι οι χυμοί φρούτων και κυρίως ο χυμός πορτοκαλιού και του λεμονιού, οι πιπεριές, τα λαχανικά, οι γλυκοπατάτες και τα καρότα.
Οι ημερήσιες ανάγκες σε σίδηρο είναι 10-15mg την ημέρα. Βέβαια αυτές αυξάνονται περίπου στο διπλάσιο (μέχρι 30mg την ημέρα) στους εφήβους αλλά και στη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας. Οι φυτοφάγοι θα πρέπει να καταναλώνουν τροφές πλούσιες σε σίδηρο και να προσπαθούν για την καλύτερη απορρόφησή του.
Γιατί όμως παρατηρείται αναιμία στους δρομείς; Δεν είναι παράδοξο να εμφανίζεται πρόβλημα αναιμίας όταν όλοι σχεδόν οι δείκτες βελτιώνονται; Πράγματι στους δρομείς μεγάλων αποστάσεων υπάρχουν καρδιαγγειακές προσαρμογές που επιφέρουν μια ψευδή ελαφρά αναιμία. Αυτό συμβαίνει επειδή η ελάττωση της καρδιακής συχνότητας στην ηρεμία που παρατηρείται στο δρομέα συνοδεύεται από αύξηση του όγκου αίματος που επιφέρει σχετική πτώση της μέσης τιμής της αιμοσφαιρίνης (<14g/dl). Άλλη αιτία αναιμίας του δρομέα είναι η απώλεια αίματος που μπορεί να παρατηρηθεί μερικές φορές σε δρομείς. Αυτή η απώλεια μπορεί να γίνει από το ουροποιητικό σαν αιματουρία λόγω του μηχανικού τραυματισμού του εσωτερικού της ουροδόχου κύστεως από τους αλλεπάλληλους κραδασμούς του τρεξίματος. Βέβαια αυτή η αιματουρία σταματά λίγες ώρες μετά το τρέξιμο. Επίσης η αιμοσφαιρινουρία που παρατηρείται σε μερικούς δρομείς είναι ακόμα μια αιτία αναιμίας λόγω απώλειας αιμοσφαιρίνης από τα νεφρικά σωληνάρια. Αυτή η αιμοσφαιρίνη βρίσκεται ‘ελεύθερη’ λόγω μεγάλης καταστροφής ερυθρών αιμοσφαιρίων κυρίως από την επαναλαμβανόμενη κρούση των πελμάτων σε σκληρό έδαφος και περνώντας από τους νεφρούς αποβάλλεται από τα νεφρικά σωληνάρια. Αν και η αιματουρία ή και η αιμοσφαιρινουρία διαρκούν λίγο, αυτές λόγω της συχνής και επίπονης προπόνησης μπορεί να επαναλαμβάνονται και να οδηγήσουν σε
σιδηροπενική αναιμία. Απώλεια αίματος στους δρομείς μπορεί να έχουμε και από το γαστρεντερικό και κυρίως το έντερο. Αιτία και εδώ είναι οι μικροτραυματισμοί που μπορεί να συμβούν λόγω των επαναλαμβανόμενων κραδασμών του τρεξίματος. Η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί με τη λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων και ασπιρίνης. Όταν υπάρχει σιδηροπενική αναιμία υπάρχει καταβολή και ελαττωμένη αθλητική απόδοση. Καλό είναι όμως τη διάγνωση της πιθανής αναιμίας να την κάνει ο γιατρός και όχι ο δρομέας, αφού είδαμε ότι υπάρχουν και περιπτώσεις ψευδούς ‘αναιμίας’ όπως μετά από την αύξηση του όγκου αίματος μετά τις καρδιαγγειακές προσαρμογές του δρομέα ή χαμηλή φερριτίνη στον υποθυρεοειδισμό καθώς και αναιμίες που χρειάζονται περισσότερο έλεγχο επειδή μπορεί να προέρχονται από σοβαρότερες παθήσεις. Ακόμα αν η διατροφή μας περιλαμβάνει τροφές πλούσιες σε σίδηρο, δεν χρειάζεται να καταναλώνουμε συμπληρώματα σιδήρου, αφού εκτός των άλλων αυτά μπορεί να προκαλέσουν παρενέργειες.
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΙΡΗΣ – ΙΑΤΡΟΣ
ΓΕΝ. ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ